- τζακίζω
- Νβλ. τσακίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τζακισμός — ὁ, Μ [τζακίζω] (σε πόλεμο) συντριβή, τσάκισμα … Dictionary of Greek
τσακίζω — και τζακίζω και τσακάω Ν 1. σπάζω, θραύω, κομματιάζω («τσάκισα το βάζο») 2. διπλώνω («τσάκισε το χαρτί στα τρία») 3. (αμτβ.) (για άνεμο ή ψύχος) καταπαύω, κοπάζω 4. μτφ. α) καταπονώ, καταβάλλω, εξαντλώ («τὸν τσάκισαν τα γηρατειά») β) νικώ,… … Dictionary of Greek